Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόρθωση η [δiórθosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διορθώνω. 1α. έλεγχος και αντικατάσταση του λάθους με το σωστό ή επισήμανση του λάθους και υπόδειξη του σωστού: Άρχισε η ~ των γραπτών, διόρθωμα. Yπάρχουν πολλές διορθώσεις στο κείμενο. Πρέπει να κάνω μια ~ σε όσα ανέφερες προηγουμένως. Έγινε η τελευταία ~ των τυπογραφικών δοκιμίων. β. αποκατάσταση μιας βλάβης, βελτίωση μιας ατέλειας, ενός ελαττώματος: H ~ της όρασης / του χαρακτήρα. 2. (τυπ., κυρ. πληθ.) τα δοκίμια που πρέπει να διορθωθούν ή που έχουν διορθωθεί: Στείλε μου τις διορθώσεις.
[λόγ. < αρχ. διόρθω(σις) -ση]