Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόρθωμα το [δiórθoma] Ο49 : η ενέργεια του διορθώνω, η βελτίωση ή η απαλλαγή από λάθη, ελλείψεις, ελαττώματα: Tο σπίτι θέλει ~, επισκευή. Aυτό το φόρεμα δε σηκώνει άλλο ~, επιδιόρθωση. Tο ~ των εκθέσεων μού πήρε πολλές ώρες, διόρθωση. Tέλειωσα με τα διορθώματα, με τη διόρθωση ή την επιδιόρθωση. || σημάδι που αφήνει μια επιδιόρθωση: Πρόσεξε να μη φαίνονται τα διορθώματα.
[λόγ. < ελνστ. διόρθωμα, αρχ. σημ.: `σωστή τοποθέτηση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διόρθωμα το.
-
- Τακτοποίηση· ετοιμασία:
- τα τόσα διορθώματα εθαύμαζε και απόρει (Αχέλ. 871).
[αρχ. ουσ. διόρθωμα. Η λ. και σήμ.]
- Τακτοποίηση· ετοιμασία: