Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόδια τα [δióδia] Ο40 : 1. φόρος που καταβάλλεται από οδηγό οχήματος, για να του επιτραπεί να περάσει από κάποιο σημείο οδικής αρτηρίας: Όσοι κινούνται στις εθνικές οδούς πληρώνουν ~. 2. ο τόπος όπου καταβάλλεται ο παραπάνω φόρος: Σταματήσαμε στα ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. διόδιος (ενν. χρήματα) < δίοδ(ος) 1 -ιος (διαφ. το ελνστ. διόδιον `στενωπός΄)]