Παράλληλη αναζήτηση
77 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διό, σύνδ.
-
- Διότι:
- (Χρον. Μορ. H 1744).
[αρχ. σύνδ. διό]
- Διότι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διογκώνω [δioŋgóno] -ομαι Ρ1 : 1. προκαλώ την αύξηση του όγκου ενός σώματος: Ένα στερεό σώμα διογκώνεται με την απορρόφηση υγρού. || πρήζω: Tο συκώτι του είναι διογκωμένο. 2. (μτφ.) α. αυξάνω πολύ ένα ήδη μεγάλο ποσοτικό μέγεθος: Ο νέος δανεισμός διόγκωσε το δημόσιο χρέος. Διογκώθηκε ο δημόσιος τομέας, αυξήθηκε ο αριθμός των εργαζομένων. Διογκωμένοι λογαριασμοί, πολύ υψηλότεροι από ό,τι ήταν συνήθως, φουσκωμένοι. β. μεγαλοποιώ κτ., το παρουσιάζω ως πιο σημαντικό ή σοβαρό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Διογκώθηκαν τα γεγονότα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πανικός.
[λόγ. < ελνστ. διογκ(ῶ) -ώνω (αρχ. διογκοῦμαι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόγκωση η [δióŋgosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διογκώνω. 1. αύξηση του όγκου ενός σώματος: H ~ της ζύμης. || πρήξιμο: H ~ της σπλήνας / των αδένων. 2. (μτφ.) α. αύξηση ενός ήδη μεγάλου ποσού: H ~ του εξωτερικού χρέους / της φοροδιαφυγής. β. μεγαλοποίηση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης.
[λόγ. < ελνστ. διόγκω(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διογκωτικός -ή -ό [δioŋgotikós] Ε1 : που διογκώνει, κυρίως για ουσία που συντελεί στην αύξηση του όγκου ορισμένων παρασκευασμάτων της αρτοποιίας και της ζαχαροπλαστικής. || (ως ουσ.) το διογκωτικό.
[λόγ. διογκω- (δες διογκώνω) -τικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- διοδεύω.
-
- Πορεύομαι:
- διοδεύσαντες τριάκοντα σχοινίους (Βίος Αλ. 4441).
[μτγν. διοδεύω]
- Πορεύομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόδια τα [δióδia] Ο40 : 1. φόρος που καταβάλλεται από οδηγό οχήματος, για να του επιτραπεί να περάσει από κάποιο σημείο οδικής αρτηρίας: Όσοι κινούνται στις εθνικές οδούς πληρώνουν ~. 2. ο τόπος όπου καταβάλλεται ο παραπάνω φόρος: Σταματήσαμε στα ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. διόδιος (ενν. χρήματα) < δίοδ(ος) 1 -ιος (διαφ. το ελνστ. διόδιον `στενωπός΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίοδος 1 η [δíoδos] Ο36 : 1. κίνηση μέσα από ένα στενό ή οριοθετημένο χώρο: Aπαγορεύεται η ~, διέλευση. H ~ ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από αγωγούς. 2. δρόμος ή διάδρομος που οδηγεί από ένα σημείο σε άλλο· πέρασμα: Aνάμεσα στα δύο βουνά υπάρχει μια στενή ~. Tο οικόπεδο πρέπει να έχει δίοδο προς το δρόμο.
[λόγ. < αρχ. δίοδος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίοδος 2 η : (φυσ.) συσκευή με δύο ηλεκτρόδια (κάθοδο και άνοδο) που χρησιμοποιείται και ως ανορθωτής. || (ως επίθ.): ~ λυχνία.
[λόγ. < διεθ. diode < di- = δι- 1 + -ode < αρχ. ὁδός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίοικα τα [δíika] Ο40 : (βοτ.) κατηγορία φυτών τα οποία έχουν ξεχωριστά (σε άλλο άνθος) τα αρσενικά από τα θηλυκά όργανα.
[λόγ. < γαλλ. dioïque < di- = δι- 1 + αρχ. οrκ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διοίκηση η [δiíkisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διοικώ, η λειτουργία με την οποία εξασφαλίζεται η εφαρμογή του προγράμματος δράσης, σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς, σε μια δημόσια επιχείρηση, σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό ή στο στρατό και σε στρατιωτικά οργανωμένα σώματα: Δημόσια ~, ένας από τους κλάδους της εκτελεστικής εξουσίας. ~ επιχειρήσεων. Στρατιωτική ~. Aναλαμβάνω / αναθέτω τη ~. H διοίκησή του ήταν καλή / κακή. || Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, για διοικητικά στελέχη. Σπουδάζει ~ επιχειρήσεων, για να γίνει μάνατζερ. 2α. το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που ασκούν τη διοίκηση: Άλλαξαν οι διοικήσεις στις τράπεζες, οι διοικητές. H επιχείρηση θα πετύχει τους σκοπούς της με την καινούρια ~ / με μια χρηστή ~. β. το κτίριο ή τα γραφεία όπου στεγάζεται ο διοικητής και οι διοικητικοί υπάλληλοι.
[λόγ. < αρχ. διοίκη(σις) -ση]