Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διωγμός ο [δioγmós] Ο17 : 1. ενέργειες, κυρίως κρατικών οργάνων, που αποβλέπουν στη φυσική ή ηθική εξόντωση κάποιου, συνήθ. ενός συνόλου: Οι διωγμοί των πρώτων χριστιανών. Οι διωγμοί των χριστιανικών πληθυσμών από τους Tούρκους. Οι διωγμοί του Nέρωνα / του Διοκλητιανού, που έγιναν από το Nέρωνα / το Διοκλητιανό. 2. κακή ή άνιση μεταχείριση ενός ατόμου ή μιας ομάδας, με σκοπό να παραγκωνισθεί, να υποστεί ηθική ή υλική μείωση· διώξεις: Διωγμοί πολιτικών αντιπάλων με απολύσεις, μεταθέσεις κτλ. (έκφρ.) βρίσκομαι υπό διωγμό(ν) / κηρύσσω κπ. / κτ. σε διωγμό: Ο κλάδος των δημόσιων υπαλλήλων έχει κηρυχθεί σε διωγμό. Tα δάση μας κηρύχτηκαν σε διωγμό, για εγκληματική αδιαφορία.
[λόγ. < αρχ. διωγμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- διωγμός ο.
-
- 1) Κατατρεγμός, δίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση:
- Εποίησαν διωγμόν οι γενίτσαροι (Έκθ. χρον. 3915).
- 2) Απομάκρυνση, εκδίωξη:
- (Ιστ. πατρ. 10421)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- διωγμό να διώξει εσάς από εδώ (Πεντ. Έξ. XI 1).
[αρχ. ουσ. διωγμός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κατατρεγμός, δίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση: