Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχρωμία η [δixromía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του δίχρωμου, η ύπαρξη δύο χρωμάτων. 2. μέθοδος τυπογραφικής αναπαραγωγής μιας εικόνας, με δύο χρώματα. || (επέκτ.) εικόνα ή κείμενο που τυπώθηκε με την παραπάνω μέθοδο.
[λόγ. δι- 1 + χρώμ(α) -ία]