Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχοτομώ [δixotomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (γεωμ.) διαιρώ κτ. σε δύο ίσα μέρη: ~ μία γωνία / μία έκταση. 2. χωρίζω ένα ενιαίο όλο σε δύο ίσα ή άνισα μέρη, συνήθ. για να υπογραμμίσω τις αρνητικές συνέπειες της διάσπασης: Ο ελληνισμός δε θα δεχτεί την Kύπρο διχοτομημένη. H σχολή διχοτομήθηκε σε δύο τμήματα.
[λόγ. < ελνστ. διχοτομῶ (αρχ. διχοτομοῦμαι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διχοτομώ.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Κόβω στα δύο:
- (Φυσιολ. (Legr.) 1090)·
- β) (μεταφ.) ξεσχίζω, σπαράζω:
- θλίψιν να διχοτομεί την καθενός καρδίαν (Φλώρ. 271).
- α) Κόβω στα δύο:
- 2) Τιμωρώ:
- ο Θεός … την ρομφαίαν του προφήτου δέδωκε του διχοτομήσαι τον άπιστον (Δούκ. 1274).
- 1)
- II. (Μέσ., μεταφ.) «σχίζομαι στα δυο», υποφέρω:
- διά σεν … πονώ, διχοτομούμαι (Φλώρ. 1744).
[αρχ. διχοτομέω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.