Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχογνωμία η [δixoγnomía] Ο25 : διαφωνία, ύπαρξη δύο διαφορετικών απόψεων, η οποία μπορεί να διαταράξει τις σχέσεις των ανθρώπων: Οι διχογνωμίες ανάμεσα στο ζευγάρι οδήγησαν στο διαζύγιο. H επιτροπή δεν κατέληξε σε απόφαση, γιατί υπήρξε νομική ~.
[λόγ. διχογνωμ(ώ) -ία]