Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχάλα η [δixála] Ο25 : 1. ξύλο που στη μία άκρη του χωρίζεται στα δύο, σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον (Y). || αντικείμενο στο οποίο έχουν δώσει το σχήμα της φυσικής διχάλας: Στήριξαν τη σούβλα επάνω σε δύο σιδερένιες διχάλες. 2. δικράνι.
[αρχ. (δωρ. διάλ.) διχάλα `το χώρισμα των μηρών΄ (επίθ. δίχηλος `με δύο χηλές΄)]