Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διφορούμενος -η -ο [δiforúmenos] Ε5 : για λόγο ηθελημένα ασαφή, ο οποίος μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά, κατά περίπτωση: Οι χρησμοί ήταν διφορούμενοι. H απάντησή του ήταν διφορούμενη.
διφορούμενα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διφορούμενος (συλλογισμός) `συλλογισμός με ταυτόσημη πρόταση ως προϋπόθεση΄]