Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διφασικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διφασικός -ή -ό [δifasikós] Ε1 : για ηλεκτρικό ρεύμα που είναι συνδυασμός δύο εναλλασσόμενων μονοφασικών ρευμάτων.

[λόγ. δι- 1 + φάσ(ις) -ικός μτφρδ. γαλλ. diphasé < di- = δι- 1 + phase < αρχ. φάσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες