Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διφασικός -ή -ό [δifasikós] Ε1 : για ηλεκτρικό ρεύμα που είναι συνδυασμός δύο εναλλασσόμενων μονοφασικών ρευμάτων.
[λόγ. δι- 1 + φάσ(ις) -ικός μτφρδ. γαλλ. diphasé < di- = δι- 1 + phase < αρχ. φάσις]