Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διστακτικός -ή -ό [δistaktikós] & δισταχτικός -ή -ό [δistaxtikós] Ε1 : 1. που διστάζει να πει ή να κάνει κτ.: Ήταν πολύ ~, δε μου φάνηκε πρόθυμος να βοηθήσει. 2. για κτ. που δείχνει δισταγμό: Προχωρούσε με διστακτικά βήματα. || (γραμμ.) που χρησιμοποιείται για να δείξει φόβο ή ανησυχία για κτ. δυσάρεστο: Διστακτικοί σύνδεσμοι, π.χ. μη, μήπως. Διστακτικά επιρρήματα. Διστακτικές προτάσεις, ενδοιαστικές.
διστακτικά & δισταχτικά ΕΠIΡΡ: Aπάντησε ~. Nέες μέθοδοι που άρχισαν να χρησιμοποιούνται ~. [λόγ. < ελνστ. διστακτικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]