Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισκόφρενο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δισκόφρενο το [δiskófreno] Ο41 : (τεχν.) φρένο που λειτουργεί με την πίεση που ασκούν δύο σιαγόνες στα πλευρά ενός περιστρεφόμενου δίσκου.

[λόγ. δίσκ(ος) -ο- + φρένον μτφρδ. αγγλ. disc brake]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες