Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισκίο το [δiskío] Ο39 : φαρμακευτικό παρασκεύασμα που έχει σχήμα μικροσκοπικού δίσκου, για να καταπίνεται εύκολα: Ένα ~ ασπιρίνης. Aναβράζοντα δισκία. || (επέκτ.) χάπι.
[λόγ. δίσκ(ος) υποκορ. -ίον μτφρδ. γερμ. Tablette]