Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισκάριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δισκάριο το [δiskário] Ο40 : (εκκλ.) ο άγιος δίσκος.

[λόγ. επίδρ. στη λ. δισκάρι < μσν. δισκάρι(ον) (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. δισκάριον `μικρός δίσκος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δισκάριον το.
  • Μικρός δίσκος:
    • τα γλυκίσματα μετά των δισκαρίων (Προδρ. ΙV χφφ PK 404 κριτ. υπ).

[<ουσ. δίσκος + κατάλ. άριον. Η λ. τον 4. αι. (DGE), στον Ησύχ. (LBG) και σήμ. εκκλ. (ιο, Κριαρ.) και ιδιωμ. (ι, Δημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες