Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισέγγονος ο [δiséŋgonos] Ο20 & δισεγγονός ο [δiseŋgonós] Ο17 θηλ. δισεγγονή [δiseŋgoní] Ο29 : ο γιος του εγγονού ή της εγγονής κάποιου, στη σχέση του με τον προπάππο ή με την προγιαγιά.
[ελνστ. δισέγγονος· μετακ. τόνου κατά το εγγονός· δισεγγον(ός) -ή]
[Λεξικό Κριαρά]
- δισέγγονος ο.
-
- Δισέγγονος:
- δισέγγονος του Οτθμάνου (Ψευδο-Σφρ. 22425).
[<επίρρ. δις + ουσ. έγγονος. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- Δισέγγονος: