Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισέγγονο το [δiséŋgono] Ο41 : ο δισέγγονος ή η δισεγγονή κάποιου: Έζησε και είδε εγγόνια και δισέγγονα.
[δις (επίρρ.) + εγγόν(ι) -ο]
[Λεξικό Κριαρά]
- δισέγγονο(ν) το· δισάγγονον.
-
- Δισέγγονο:
- παιδάκια και δισέγγονα να δείτε των παιδιώ σας (Φορτουν. Ε´ 352)·
- εγγόνια και δισάγγονα (Ασσίζ. 44110 (έκδ. ‑κο‑).)>
[<ουσ. δισέγγονος. Η λ. τον 11. αι. (LBG, λ. ‑ος) και σήμ. (‑ο)]
- Δισέγγονο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισέγγονος ο [δiséŋgonos] Ο20 & δισεγγονός ο [δiseŋgonós] Ο17 θηλ. δισεγγονή [δiseŋgoní] Ο29 : ο γιος του εγγονού ή της εγγονής κάποιου, στη σχέση του με τον προπάππο ή με την προγιαγιά.
[ελνστ. δισέγγονος· μετακ. τόνου κατά το εγγονός· δισεγγον(ός) -ή]
[Λεξικό Κριαρά]
- δισέγγονος ο.
-
- Δισέγγονος:
- δισέγγονος του Οτθμάνου (Ψευδο-Σφρ. 22425).
[<επίρρ. δις + ουσ. έγγονος. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- Δισέγγονος: