Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισάκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δισάκι το [δisáki] Ο44 : δύο μεγάλες σακούλες από χοντρό ύφασμα ή από δέρμα, ενωμένες στο επάνω μέρος με μια πλατιά λουρίδα, που τις κρεμούσαν, καθεμιά από διαφορετική πλευρά, στους ώμους ή στο σαμάρι του ζώου.

[μσν. δισάκκι(ν) < ελνστ. δισάκκιον (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
δισάκιον το· δισάκι· δισάκιν.
  • Διπλός σάκος, ταγάρι:
    • Δεν ηξέρομε τις έβαλεν το ασήμι μας εις τα δισάκια μας (Πεντ. Γέν. XLIII 22).

[μτγν. ουσ. δισάκκιον. Ο τ. ι στο Meursius (λ. ιον) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες