Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπύρηνος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπύρηνος -η -ο [δipírinos] Ε5 : (βοτ.) για καρπό που έχει δύο πυρήνες (κουκούτσια).

[λόγ. < ελνστ. διπύρηνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες