Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπυρίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπυρίτης ο [δipirítis] Ο10 : (λόγ.) γαλέτα.

[λόγ. < αρχ. διπυρίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες