Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διπρόσωπος, επίθ.
-
- (Μεταφ.) δόλιος, υποκριτής:
- Πρόσωπον έχε καθαρόν, διπρόσωπος μη είσαι (Σπαν. O 85).
[μτγν. επίθ. διπρόσωπος. Η λ. και σήμ.]
- (Μεταφ.) δόλιος, υποκριτής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπρόσωπος -η -ο [δiprósopos] Ε5 : 1. που έχει δύο πρόσωπα: Ο Iανός ήταν ~ θεός. 2. (μτφ.) άνθρωπος υποκριτικός που παρουσιάζει άλλοτε τη μία όψη του, την πραγματική και συνήθ. κακή και άλλοτε την άλλη, προσποιητή και δήθεν καλή, όταν το απαιτεί το προσωπικό του συμφέρον.
[2: ελνστ. διπρόσωπος· 1: λόγ. < ελνστ. διπρόσωπος]