Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπροσωπία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπροσωπία η [δiprosopía] Ο25 : η ιδιότητα του διπρόσωπου. || (συνήθ. πληθ.) ενέργειες διπρόσωπου ανθρώπου: Nα λείψουν οι υποκρισίες και οι διπροσωπίες.

[λόγ. < μσν. διπροσωπία < διπρόσωπ(ος) -ία (πρβ. λαϊκό διπροσωπιά με αποφυγή της χασμ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
διπροσωπία η· διπροσωπιά.
  • Δολιότητα, πανουργία:
    • διώχνει τες διπροσωπιές και τες ζηλοφθονίες (Τζάνε Εμμ., Αφ. 1417).

[<επίθ. διπρόσωπος + κατάλ. ία. Ο τ. στο Somav. Η λ. στο LBG και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες