Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπολικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπολικός -ή -ό [δipolikós] Ε1 : που έχει δύο πόλους. 1. (φυσ.) για όργανο ή μηχανή που έχει δύο ετερώνυμους μαγνητικούς πόλους: ~ διακόπτης. Διπολική γεννήτρια. || (μαθημ.) διπολικές συντεταγμένες. 2. (μτφ.) που στηρίζεται σε δύο κυρίαρχες, διαμετρικά αντίθετες όμως θέσεις: Tο διπολικό κομματικό σύστημα, η ύπαρξη δύο μόνο μεγάλων κομμάτων.

[λόγ. δίπολ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες