Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλώνω [δiplóno] -ομαι Ρ1 : 1. παίρνω τις δύο άκρες ενός κομματιού από ύφασμα, από χαρτί ή από άλλο παρόμοιο υλικό και τις ακουμπώ στις αντίστοιχες δύο άλλες άκρες, έτσι ώστε η μισή επιφάνειά του να καλύψει την υπόλοιπη: ~ το γράμμα / το έγγραφο και το βάζω στο φάκελο. Σεντόνια διπλωμένα στα τέσσερα. || (παθ. για πρόσ.) λυγίζω πολύ το σώμα μου προς τα εμπρός: Διπλώθηκε (στα δύο) από τον πόνο / από το κρύο. 2. περιτυλίγω κτ.: Δίπλωσα τα βιβλία / τα ρούχα για να τα πάρω μαζί μου. || (παθ.) σκεπάζομαι πολύ καλά με κτ.: Kαθόταν διπλωμένος στην κουβέρτα / στο παλτό του. 3. (οικ.) αποκτώ κτ. για δεύτερη φορά: Tους δίπλωσε τους γιους / τις κόρες.

[διπλ(ός) -ώνω (πρβ. αρχ. διπλῶ `επαναλαμβάνω΄, ελνστ. σημ.: `διπλασιάζω΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
διπλώνω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Τσακίζω στα δύο:
      • την γραφή διπλώνει και βουλλώνει (Διγ. O 629).
    • 2) Μαζεύω, συσπειρώνω:
      • όλους μας εδίπλωσε ως ψάρια στη σαγήνη (Ριμ. Βελ. ρ 64).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Διπλασιάζομαι:
      • οι πόνοι τως διπλώνουσι, τα πάθη τως πληθαίνου (Ερωτόκρ. Γ´ 678).
    • 2) Μαζεύομαι, συσπειρώνομαι:
      • Ο όφις … διπλώνει, εξεδιπλώνεται (Πόλ. Τρωάδ. 660).
  • Γ´ (Μτβ. και αμτβ.) αυξάνω:
    • να του διπλώσω την αξιάν τήν είχεν και την δόξαν (Φλώρ. 1214· Ροδολ. Γ´ 10).

[<διπλώ. Η λ. στο Du Cange (ειν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες