Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλός -ή -ό
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
διπλός, επίθ.· διπλότερος.
  • 1) Διπλάσιος:
    • το φάρδος του διπλό (Πεντ. Έξ. XXXIX 9).
  • 2) Που αποτελείται από δύο ομοειδή πράγματα:
    • Τα σίδερα … διπλά διπλά τα κάμασι (Ερωτόκρ. Γ´ 396).
  • 3)
    • α) Που λέγεται ή που γίνεται δυο φορές:
      • ο λόγος ο διπλός ποσώς δεν χρηματίζει (Ιστ. Βλαχ. 1567· Στάθ. Β´ 303
    • β) έκφρ. διπλή γνώμη = διγνωμία:
      • (Απόκοπ. 302).
  • Το θηλ. ως τοπων.:
    • (Πεντ. Γέν. XXIII 9, 17, XXV 9
    • εις τη σπηλιά ος εις το χωράφι της Διπλής (Πεντ. Γέν. XLIX 30 (έκδ. δί‑) (μετάφρ. του εβρ. Machpelah).)>

[μτγν. επίθ. διπλός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλός -ή -ό [δiplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1. που αποτελείται από δύο όμοια, απλά μέρη: Διπλή σιδηροδρομική γραμμή. Διπλή περίφραξη. H 25η Mαρτίου είναι διπλή γιορτή, εθνική και θρησκευτική. Δρόμος διπλής κατευθύνσεως, στον οποίο κινούνται τα οχήματα και στις δύο αντίθετες κατευθύνσεις. ANT μονόδρομος. (ευχή) και του χρόνου ~!, σε άγαμο για να παντρευτεί. || (γραμμ.) Διπλή τελεία*. Διπλή παύλα, σημείο στίξης (- - ) που χρησιμοποιείται για να κλείσουμε μέσα τους μια φράση ή μέρος της, όπως γίνεται και με την παρένθεση. Διπλό γράμμα και ως ουσ. το διπλό, καθένα από τα γράμματα “ξ” και “ψ” τα οποία αποτελούνται από δύο φθόγγους αλλά γράφονται με έναν. || (ως ουσ.) οι διπλές, στο τάβλι και σε άλλα τυχερά παιχνίδια με ζάρια, όταν και τα δύο ζάρια που ρίχνει ο παίχτης έχουν τον αριθμό δύο· δυάρες. α2. που υπάρχει δύο φορές: Aυτό το βιβλίο το έχω διπλό. α3. για κτ. που το έχουν διπλώσει δύο φορές: Kοιμάται με διπλή κουβέρτα. Έβαλε την κουβέρτα διπλή. β. που γίνεται διαδοχικά, που επαναλαμβάνεται δύο φορές: Διπλή σύγκρουση αυτοκινήτων. Διέπραξε διπλό έγκλημα. Δουλεύει διπλή βάρδια. γ. που παρουσιάζεται με δύο μορφές, με δύο όψεις, συνήθ. αντίθετες μεταξύ τους: H διπλή μορφή / σημασία μιας λέξης. ~ πράκτορας, που εργάζεται συγχρόνως και για τους δύο αντιπάλους. Zει διπλή ζωή, παράλληλα με τον κοινωνικά αποδεκτό τρόπο ζωής, ζει και μια άλλη κρυφή και συνήθ. κατακριτέα ζωή. Άνθρωπος με διπλή προσωπικότητα, με αντιφατικές εκδηλώσεις. (έκφρ.) παίζω διπλό παιχνίδι, συμμαχώ, συνεργάζομαι κρυφά και ύπουλα και με τα δύο αντίπαλα μέρη. 2. που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος: α. σε σχέση με κτ. ή με κπ. άλλο· διπλάσιος: Aυτό το διαμέρισμα είναι διπλό από το δικό μου. Είναι ~ από μένα στο βάρος. || Έγινε ~, πάχυνε πολύ. (έκφρ.) τα βλέπει* διπλά. ΦΡ μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει*. β. σε σχέση με κτ. που λαμβάνεται ως μέτρο: Ήπια ένα διπλό καφέ. Tρώει διπλή μερίδα. Διπλό κρεβάτι / σεντόνι, για δύο άτομα. || (ως ουσ.) το διπλό, ποσότητα ίση με το διπλάσιο μιας άλλης: Έφαγε το διπλό από εμένα. Για τα ίδια παπούτσια φέτος πληρώνεις τα διπλά. Δώσε μου ένα διπλό, για οινοπνευματώδες ποτό. διπλά ΕΠIΡΡ: Xάρηκα ~, διπλάσια ή για δύο λόγους. Tρώει ~ από μένα.

[ελνστ. διπλός (αρχ. μόνο ποιητ.) < αρχ. διπλ(οῦς) μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλοσάγονο το [δiplosáγono] Ο41 : (οικ.) μυώδης ή λιπώδης σχηματισμός κάτω από το σαγόνι, που το κάνει να φαίνεται διπλό.

[διπλο- + σαγόν(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλοσκοπιά η [δiploskopxá] Ο24 : διπλή σκοπιά, δύο σκοποί σε δύο διαφορετικά σημεία ή δύο σκοποί στην ίδια σκοπιά.

[διπλοσκοπ(ός) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλοσκοπός ο [δiploskopós] Ο17 : ο καθένας από τους δύο σκοπούς της διπλοσκοπιάς.

[λόγ. διπλο- + σκοπός μτφρδ. γαλλ. sentinelles doubles (πληθ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
διπλοσυμπέθερος ο.
  • Διπλά συγγενής από αγχιστεία:
    • (Ελλην. νόμ. 5673).

[<επίθ. διπλός + ουσ. συμπέθερος]

[Λεξικό Κριαρά]
διπλοσυμπενθερία η.
  • Διπλή συγγένεια από αγχιστεία:
    • (Ελλην. νόμ. 56815‑6).

[<επίθ. διπλός + ουσ. συμπενθερία. Η λ. το 14. αι. (LBG)]

[Λεξικό Κριαρά]
διπλοσύνη η.
  • Διπροσωπία· απάτη:
    • (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 119).

[<επίθ. διπλός + κατάλ. σύνη. Η λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
διπλοσφουγγάτον το.
  • Διπλή ποσότητα σφουγγάτου (ομελέτας):
    • εξάφες τα προγεύματα και τα διπλοσφουγγάτα (Προδρ. ΙV 60).

[<επίθ. διπλός + ουσ. σφουγγάτον]

[Λεξικό Κριαρά]
διπλοσφυρίζω.
  • (Προκ. για άνεμο) σφυρίζω επανειλημμένα ή συγχρόνως με δύναμη:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44816).

[<επίρρ. διπλά + σφυρίζω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες