Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλωματικός 1 -ή -ό [δiplomatikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τους διπλωμάτες ή με τη διπλωματία: Διπλωματικό σώμα, το σύνολο των διπλωματών και του ανώτερου προσωπικού που υπηρετούν σε μια ξένη χώρα. Ένα κράτος συνάπτει διπλωματικές σχέσεις / διακόπτει τις διπλωματικές του σχέσεις με ένα άλλο κράτος. Διπλωματική ασυλία. Διπλωματικό διαβατήριο, που χρησιμοποιούν οι διπλωματικοί υπάλληλοι. ~ σάκος*. Οι διεθνείς διαφορές λύνονται συνήθως διά της διπλωματικής οδού και όχι με επιθετικές ενέργειες. || (ως ουσ.) ο διπλωματικός, μέλος του διπλωματικού σώματος. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο χειρισμό υποθέσεων και καταστάσεων: Διπλωματική απάντηση. Διπλωματική ασθένεια, δήθεν ασθένεια που χρησιμοποιείται ως πρόφαση, όταν κάποιος θέλει να αποφύγει κτ. || (μειωτ.) για κτ. που το χαρακτηρίζει η έλλειψη ευθύτητας και ειλικρίνειας: Διπλωματικά τεχνάσματα.
διπλωματικά ΕΠIΡΡ με διπλωματικό τρόπο, με ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο χειρισμό μιας υπόθεσης: Aντιμετώπισε το όλο ζήτημα πολύ ~. [λόγ. < γαλλ. diplomatique < diplomat(e) = διπλωμάτ(ης) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλωματικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το δίπλωμα 2, που γίνεται για την απόκτηση διπλώματος: Διπλωματική εργασία. Διπλωματικές εξετάσεις. || (ως ουσ.) η διπλωματική, η διπλωματική εργασία: Πότε παραδίδεις τη διπλωματική σου;
[λόγ. διπλωματ- (δίπλωμα) 2 -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλωματικός 3 -ή -ό : που έχει σχέση με τη διπλωματική.
[λόγ. < γαλλ. diplomat(ique) -ικός < diplomatique = διπλωματική]