Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλούν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλούν το [δiplún] Ο (άκλ.) : που γίνεται δύο φορές ή που είναι διπλός: Aντίγραφο εις ~. Tο ~, εμβόλιο εναντίον δύο ασθενειών.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. διπλοῦς `διπλός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
διπλούν, επίρρ.,
βλ. διπλού.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες