Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διπλού, επίρρ.· διπλούν.
-
- Διπλά:
- διπλού να του αντιμέψομε τά μὄχει καμωμένα (Ερωφ. Δ´ 706).
[γεν. του επιθ. διπλός]
- Διπλά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλούν το [δiplún] Ο (άκλ.) : που γίνεται δύο φορές ή που είναι διπλός: Aντίγραφο εις ~. Tο ~, εμβόλιο εναντίον δύο ασθενειών.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. διπλοῦς `διπλός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διπλούν, επίρρ.,
- βλ. διπλού.
[Λεξικό Κριαρά]
- διπλούς, επίθ.
-
- Που έχει διπλή επίδραση:
- διπλούν το μήλον έποικες, ζην τε και θανατώνειν; (Καλλίμ. 2581).
[αρχ. επίθ. διπλόος]
- Που έχει διπλή επίδραση: