Παράλληλη αναζήτηση
67 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διπλο- [δiplo] & διπλό- [δipló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & διπλ- [δipl], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει διπλασιασμό, επανάληψη της έννοιας ή του στοιχείου που εκφράζει το β' συνθετικό: διπλόφαρδος· ~διασταύρωση, ~κατοικία, ~κόπια, ~πώληση. || (επιστ.) διπλόποδα, διπλόπτερα, με διπλό ζεύγος ποδιών, πτερύγων· διπλωπία. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό παρουσιάζει και δεύτερη, διαφορετική εκδοχή παράλληλα με την πρώτη που είναι συνήθ. πιο γνωστή και καθιερωμένη: ~σήμαντος· (γραμμ.) ~κατάληκτος, διπλόκλιτος, ~σχημάτιστος. 3. με επιτατική λειτουργία δηλώνει ότι: α. γίνεται δύο φορές, πολύ καλά η ενέργεια που εκφράζει το ρήμα του β' συνθετικού· (πρβ. ξανα-): ~ελέγχω, ~θεμελιώνω, ~κλειδώνω, ~κοσκινίζω, ~μανταλώνω, ~στερεώνω. β. γίνεται ή ισχύει σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~καθίζω· ~παρακαλώ, θερμοπαρακαλώ· ~κακομοίρης, ~κακορίζικος.
[μσν. διπλ(ο)- θ. του αριθμτ. διπλ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. διπλο-μανταλώνω, διπλο-καλαμαράτος `με διπλό καλαμάρι 2΄ & λόγ. (ιδ. στη σημ. 2) < ελνστ. διπλ(ο)- θ. του αρχ. αριθμτ. διπλ(οῦς) `διπλός΄ -ο- : ελνστ. διπλο-σήμαντος `δίσημος΄ & διεθ. dipl(o)- < θ. του αρχ. διπλοῦς: διπλ-ωπία < γαλλ. diplopie, διπλό-πτερα < νλατ. diploptera]
- διπλογραφία η [δiploγrafía] Ο25 : (λογιστ.) η διπλή εγγραφή· διπλογραφική μέθοδος, διπλογραφικό σύστημα.
[λόγ. διπλο- + -γραφία μτφρδ. γαλλ. digraphie, di- = διπλο- + -graphie = -γραφία]
- διπλογραφικός -ή -ό [δiploγrafikós] Ε1 : (λογιστ.) διπλογραφική μέθοδος / διπλογραφικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο, κάθε οικονομική πράξη καταχωρίζεται με το ίδιο ποσό δύο φορές, στη χρέωση και στην πίστωση δύο ή περισσότερων λογαριασμών, ώστε ο διαχειριστικός έλεγχος να είναι πιο ευχερής· διπλογραφία.
[λόγ. διπλογραφ(ία) -ικός]
- διπλόγραφο το [δiplóγrafo] Ο40 : (λογιστ.) διπλό αντίγραφο.
[λόγ. διπλο(γραφία) -γραφον (δες -γραφος)]
- διπλογράφω.
-
- Γράφω δύο φορές:
- βαριώμαι … κι εγώ να σε το διπλογράφω (Χρον. Μορ. H 7034).
[<επίρρ. διπλά + γράφω]
- Γράφω δύο φορές:
- διπλοδοντικός -ή -ό [δiploδondikós] Ε1 : (γραμμ., παρωχ.) διπλοδοντικά σύμφωνα, τα συριστικά σύμφωνα.
[λόγ. διπλ(ο)- + οδοντικός]
- διπλοεντέλινος, επίθ.
-
- Που έχει στο άλογό του διπλές αντελίνες (= «προστερνίδια»):
- βλέπεις τον δείνα, τέκνον μου, πεζός περιεπάτει, και τώρα έν διπλοεντέλινος και παχυμουλαράτος (Προδρ. III 59).
[<επίθ. διπλός + ουσ. αντελίνα (βλ. αντελινομπροστέλινα)]
- Που έχει στο άλογό του διπλές αντελίνες (= «προστερνίδια»):
- διπλοευχαριστώ.
-
- Ευχαριστώ «διπλά», πολύ:
- ευχαριστώ σας, άρχοντες, και διπλοευχαριστώ σας (Σπαν. (Ζώρ.) V 519).
[<επίρρ. διπλά + ευχαριστώ]
- Ευχαριστώ «διπλά», πολύ:
- διπλοζαρωμάδες οι.
-
- (Προκ. για πρόσωπο) βαθιές ρυτίδες:
- να σκεπάζεις … των χρονών όσον μπορείς τες διπλοζαρωμάδες (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1188]).
[<ουσ. δίπλες (βλ. ‑α 1) + ζαρωμάδες]
- (Προκ. για πρόσωπο) βαθιές ρυτίδες:
- διπλόη η.
-
- Διπροσωπία, υπουλότητα:
- πάσαν μισώ περίνοιαν, πάσαν μισώ διπλόην (Γλυκά, Στ. 553).
[αρχ. ουσ. διπλόη]
- Διπροσωπία, υπουλότητα: