Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλασιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλασιάζω [δiplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. δύο φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, το κάνω διπλάσιο: Mε τους απελευθερωτικούς αγώνες η Ελλάδα διπλασίασε την έκτασή της. Tα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν οι τιμές των ακινήτων. Διπλασιάστηκε ο αριθμός των φοιτητών.

[λόγ. < αρχ. διπλασιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
διπλασιάζω.
  • Διπλασιάζω:
    • (Δούκ. 29318).

[αρχ. διπλασιάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες