Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλάνο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλάνο το [δipláno] Ο39 : παλαιός τύπος αεροπλάνου με διπλά φτερά, το ένα επάνω από το άλλο.

[λόγ. μτφρδ. γαλλ. biplan < bi- = δι- 1 + plan `επίπεδο΄ κατά το αεροπλάνον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλανός -ή -ό [δiplanós] Ε1 : 1. που βρίσκεται δίπλα σε κπ. ή σε κτ. άλλο· πλαϊνός: Mένει στο διπλανό διαμέρισμα / σπίτι. H διπλανή οικογένεια / κυρία, που μένει σε διπλανό σπίτι. || γειτονικός: Θα πάω ως το διπλανό περίπτερο. 2. (ως ουσ.) ο διπλανός, θηλ. διπλανή: α. αυτός που μένει ή που κάθεται δίπλα σε κπ. άλλον: Έχουμε φιλικές σχέσεις με τους διπλανούς μας. H μαθήτρια αντιγράφει από τη διπλανή της. β. ο συνάνθρωπος, ο πλησίον: Bοηθάει πάντα το διπλανό του.

[επίρρ. δίπλ(α) -ανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες