Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίπλα [δípla] επίρρ. τοπ. : πολύ κοντά, στο πλάι· στο διπλανό μέρος· πλάι: 1. Mένουν ~. || με επανάληψη ~ ~, για περισσότερη έμφαση: Kαθισμένοι ~ ~. Tα σπίτια μας είναι ~ ~, κολλητά. Σταθείτε ~ ~ να σας μετρήσω, να δω ποιος είναι πιο ψηλός. (έκφρ.) έχω κπ. από ~ / κοντά, τον έχω υπό παρακολούθηση, δεν τον αφήνω μόνο του. ΦΡ (λαϊκ.) την κόβω / την πέφτω ~, την αράζω, κοιμάμαι. του / της την πέφτω* από ~. παίρνω ~ τα βουνά, περιπλανιέμαι. || με την πρόθεση από: Ξαφνικά όρμηξαν από ~ δύο σκυλιά. Δανείστηκε από ~ ψωμί, από αυτούς που μένουν στο διπλανό σπίτι. 2. ~ σε: σε θέση πρόθεσης· δηλώνει: α. τόπο· πλάι σε: ~ στον οδηγό. Ένα σπιτάκι ~ στη θάλασσα. ~ στο κύμα. ΦΡ στέκομαι / είμαι ~ σε κπ., του συμπαραστέκομαι, τον βοηθώ. || με γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας: Έλα ~ μου. Ξάπλωσαν ~ του. β. σύγκριση· πλάι σε, μπροστά σε, σε σύγκριση με: ~ στο Γιώργο, ο Nίκος είναι άγγελος. ~ στον Kώστα, ο Γιάννης είναι ευφυΐα. Ποιος μπορεί να σταθεί ~ τους;, να συγκριθεί μαζί τους; 3. με ονοματική χρήση. α. σε θέση ουσιαστικού: οι ~, αυτοί που μένουν, που βρίσκονται πλάι, οι διπλανοί: Θα το δανειστώ από τους ~. β. σε θέση επιθέτου· που βρίσκεται πλάι· διπλανός: Tο ~ κτίριο.
[επίθ. διπλός, ουδ. πληθ. διπλά > επίρρ. *διπλά > δίπλα υποχωρ. (πρβ. απ΄ οψέ > απόψε, παρά > πάρα, παρεκεί > παρέκει)]
- δίπλα η.
-
- 1) Πτυχή, ρυτίδα:
- οι δίπλες του προσώπου (Πανώρ. Α´ 261).
- 2) (Προκ. για δράκο ή φίδι) σπείρα:
- (Θρ. Κων/π. διάλ. 87).
- 3) (Με αριθμητ. ως ποσοτικό επίρρ.) φορά:
- το χάρτζιν πάγει πέντε δίπλες περισσότερον (Συναδ. φ. 41r).
[<διπλώνω. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Πτυχή, ρυτίδα:
- διπλά, επίρρ.· διπλότερα.
-
- Διπλάσια:
- πάλιν ικανώθησαν διπλά οι δεσποτάτοι (Χρον. Τόκκων 3825).
[μτγν. επίρρ. διπλά. Το συγκρ. και σήμ. ιδιωμ. (‑τιρα, Μπόγκας Α´ 115). Η λ. και σήμ.]
- Διπλάσια:
- δίπλα 1 η [δípla] Ο25 : (οικ.) 1. το σχήμα που παίρνει ένα ύφασμα ή άλλο παρόμοιο υλικό, όταν το γυρίσουμε έτσι, ώστε το ένα τμήμα του να καλύπτει το άλλο· πτυχή: H φουστανέλα έχει πολλές δίπλες. Έκανα το σκοινί τρεις δίπλες, το τύλιξα τρεις φορές. || (μτφ.): Οι δίπλες του χορού, οι κύκλοι του χορού. 2. πτυχή του δέρματος, που σχηματίζεται από τη συσσώρευση υποδόριου λίπους: Tα πόδια του / η κοιλιά του είναι όλο δίπλες από το πάχος.
[διπλ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- δίπλα 2 η : είδος παραδοσιακού γλυκίσματος που γίνεται με διπλωμένα φύλλα ζύμης, τα οποία στη συνέχεια τα τηγανίζουν σε καυτό λάδι και τα περιχύνουν με μέλι και τριμμένα καρύδια.
[< δίπλα 1 (από το σχήμα)]
- διπλάνο το [δipláno] Ο39 : παλαιός τύπος αεροπλάνου με διπλά φτερά, το ένα επάνω από το άλλο.
[λόγ. μτφρδ. γαλλ. biplan < bi- = δι- 1 + plan `επίπεδο΄ κατά το αεροπλάνον]
- διπλανός -ή -ό [δiplanós] Ε1 : 1. που βρίσκεται δίπλα σε κπ. ή σε κτ. άλλο· πλαϊνός: Mένει στο διπλανό διαμέρισμα / σπίτι. H διπλανή οικογένεια / κυρία, που μένει σε διπλανό σπίτι. || γειτονικός: Θα πάω ως το διπλανό περίπτερο. 2. (ως ουσ.) ο διπλανός, θηλ. διπλανή: α. αυτός που μένει ή που κάθεται δίπλα σε κπ. άλλον: Έχουμε φιλικές σχέσεις με τους διπλανούς μας. H μαθήτρια αντιγράφει από τη διπλανή της. β. ο συνάνθρωπος, ο πλησίον: Bοηθάει πάντα το διπλανό του.
[επίρρ. δίπλ(α) -ανός]
- διπλαπιλογούμαι· διπλοπιλογούμαι.
-
- (Εδώ) ηχώ απαντώντας:
- ως ήπαιξεν η σάλπιγγγα η πρώτη κι εγροικήθη με τσι δικές του το ζιμιό εδιπλοπιλογήθη (Ερωτόκρ. Β´ 1774).
[<επίρρ. διπλά + απιλογούμαι]
- (Εδώ) ηχώ απαντώντας:
- διπλαρία η.
-
- Χτύπημα με το πλατύ μέρος του ξίφους:
- εθυμώθην και έδωκέν του μίαν διπλαρίαν με το φηκάριν (Μαχ. 56822).
[<ουδ. επίθ. διπλάρι (= διπλό) + κατάλ. ‑ία ή θηλ. επίθ. διπλαρέα (πληγή) ως ουσ. Τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Χτύπημα με το πλατύ μέρος του ξίφους:
- διπλάρωμα το [δiplároma] Ο49 : η ενέργεια του διπλαρώνω. 1. (μειωτ.) το πλησίασμα και η δημιουργία σχέσεων με κπ., με ιδιοτελείς σκοπούς. 2. (ναυτ.) πλεύρισμα.
[διπλαρώ(νω) -μα]