Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διούρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διούρηση η [δiúrisi] Ο33 : (φυσιολ.) η αποβολή ούρων από τον οργανισμό: Άφθονη ~.

[λόγ. < γαλλ. diurèse < ελνστ. διουρη- (διουρῶ) `ουρώ΄ -se = -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες