Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διοχετεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοχετεύω [δioxetévo] -ομαι Ρ5.1 : από μια κεντρική πηγή στέλνω κτ. προς διάφορες κατευθύνσεις. 1. για υγρό που μεταφέρεται μέσο των κατάλληλων για κάθε περίπτωση δικτύων: Tο νερό διοχετεύεται από τις πηγές στην πόλη με δίκτυο σωλήνων. Οι φλέβες και οι αρτηρίες διοχετεύουν το αίμα σε ολόκληρο το σώμα. || για μεταβίβαση και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος με καλώδια. 2α. με την κατάλληλη οργάνωση διανομής διευκολύνω την κυκλοφορία κάποιου προϊόντος: Xιλιάδες κιλά φρούτα και λαχανικά διοχετεύονται καθημερινά από τη λαχαναγορά στους λιανοπωλητές. || για χρηματικό ποσό που διατίθεται για συγκεκριμένους σκοπούς μέσα από προγραμματισμένες διαδικασίες: Mεγάλα ποσά διοχετεύονται, για ασφαλέστερη επένδυση, σε αστικά ακίνητα. β. κατευθύνω ένα σύνολο ατόμων σε διάφορους χώρους ή τομείς δραστηριότητας: Tουριστικά γραφεία αναλαμβάνουν να διοχετεύσουν τους ξένους σε ξενοδοχεία ή σε σπίτια. Οι νέοι πρέπει να διοχετεύονται σε παραγωγικά επαγγέλματα. 3. (μτφ.) α. διαδίδω μια είδηση, μια πληροφορία: Στον τύπο διοχετεύονται καθημερινά, από άγνωστη πηγή, συκοφαντικές φήμες. β. δίνω διέξοδο, κατευθύνω προς ένα συγκεκριμένο στόχο ένα συναίσθημα, μια ικανότητα, ώστε να μειώσω την ένταση που έχει όταν συσσωρεύεται μέσα στο άτομο και να το αξιοποιήσω κατάλληλα: Οι νέοι διοχετεύουν το δυναμισμό τους στην πολιτική / στον αθλητισμό. Ο τύπος προσπάθησε να διοχετεύσει το ενδιαφέρον του κοινού στο θέμα των εκλογών.

[λόγ. < ελνστ. διοχετεύω, αρχ. σημ.: `εφοδιάζω με κανάλια΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες