Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διοχέτευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοχέτευση η [δioxétefsi] Ο33 : η ενέργεια του διοχετεύω. 1α. η μεταφορά και κυκλοφορία ενός υγρού ή του ηλεκτρικού ρεύματος: H ~ του αίματος από την καρδιά γίνεται με τα αγγεία. H ~ του ρεύματος γίνεται με αγωγούς. β. μεταφορά και διανομή ενός αγαθού από την παραγωγή στην κατανάλωση: H έλλειψη οργάνωσης δυσχεραίνει τη ~ των προϊόντων μας σε όλες τις αγορές. γ. για να δηλώσουμε την προσέλκυση και την απορρόφηση ανθρώπινου δυναμικού σε διάφορους τομείς δραστηριότητας: Πρόγραμμα που αποβλέπει στη ~ των νέων σε καινούριες ειδικότητες. 2. (μτφ.) α. για διάδοση είδησης, πληροφορίας κτλ. β. για διέξοδο ή εκτόνωση: H ~ νεανικής ορμής πρέπει να γίνεται σε έργα παραγωγικά και όχι στη βία.

[λόγ. διοχετεύ(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες