Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διουρητικός, επίθ.
-
- Που διευκολύνει την ούρηση:
- (Ιατροσ. κώδ. ψξδ´).
[αρχ. επίθ. διουρητικός. Η λ. και σήμ.]
- Που διευκολύνει την ούρηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διουρητικός -ή -ό [δiuritikós] Ε1 : που αυξάνει την ποσότητα των ούρων που αποβάλλονται από τον οργανισμό: Διουρητικές ουσίες. Ο καφές είναι ~. || (ως ουσ.) το διουρητικό, διουρητικό φάρμακο.
[λόγ. < αρχ. διουρητικός]