Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διορισμός ο [δiorizmós] Ο17 : 1. η ενέργεια του διορίζω. α. πρόσληψη υπαλλήλου, σε δημόσια κυρίως υπηρεσία: Aνακοινώθηκαν οι διορισμοί εκατό αστυνομικών. Περιμένω το διορισμό μου. Έγινε ο ~ μου. Δεν αποδέχομαι / δέχομαι το διορισμό μου. β. ανάθεση ενός διοικητικού έργου σε κπ.: Aποφασίστηκε ο ~ επιτρόπου για τον έλεγχο της τράπεζας. 2. το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η πράξη του διορισμού· διοριστήριο: Xτες πήρε το διορισμό του.
[λόγ. < αρχ. διορισμός `καθορισμός΄ κατά την αλλ. της σημ. του διορίζω]