Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διορθωτικός -ή -ό [δiorθotikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή που χρησιμοποιείται για να διορθώσει κτ.: Διορθωτική χειρουργική επέμβαση. Διορθωτικοί φακοί, που διορθώνουν ατέλειες της οράσεως. || Διορθωτικό ποσό, που προστίθεται στο μισθό για να καλύψει την απώλεια της αγοραστικής του αξίας. 2. (ως ουσ.) το διορθωτικό: α. λευκή ουσία που χρησιμοποιείται για να καλύψει ένα λάθος σε κείμενο γραμμένο με μελάνι, συνήθ. με γραφομηχανή: Πού έχεις βάλει το διορθωτικό; β. (πληθ.) η αμοιβή του διορθωτή.
διορθωτικά ΕΠIΡΡ: Επεμβαίνω στο κείμενο ~. [λόγ. διορθωτ(ής) -ικός & σημδ. γαλλ. correctif]