Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διοργανωτής ο [δiorγanotís] Ο7 θηλ. διοργανώτρια [δiorγanótria] Ο27 : αυτός που αναλαμβάνει να διοργανώσει κτ.: Οι διοργανωτές της γιορταστικής εκδήλωσης εργάστηκαν για την επιτυχία της. || (ως επίθ.): Tην ευθύνη του συνεδρίου έχει η διοργανώτρια εταιρεία. H διοργανώτρια αρχή του πρωταθλήματος.
[λόγ. διοργανω- (δες διοργανώνω) -τής· λόγ. διοργανω(τής) -τρια]