Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διορίζω [δiorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προσλαμβάνω κπ. ως υπάλληλο σε μια υπηρεσία κυρίως δημόσια και σε οργανική συνήθ. θέση: Tο υπουργείο θα διορίσει νέους εκπαιδευτικούς. Διορίστηκε ως καθηγητής. Είναι διορισμένος στην εφορία. 2. αναθέτω σε κπ. την εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου, ορισμένης συνήθ. διάρκειας: Οι νομάρχες παλαιότερα δεν εκλέγονταν αλλά διορίζονταν από την κυβέρνηση. Tο δικαστήριο τον διόρισε εκτελεστή της διαθήκης.
[λόγ. < αρχ. διορίζω `χαράζω όρια, καθορίζω΄ (2: σημδ. γαλλ. désigner)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διορίζω.
-
- Καθορίζω, προσδιορίζω:
- έφθασεν ο διορισμένος του καιρός (Χριστ. διδασκ. 70).
[αρχ. διορίζω. Η λ. και σήμ.]
- Καθορίζω, προσδιορίζω: