Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διοπτρική η [δioptrikí] Ο29 : (φυσ.) κλάδος της οπτικής που μελετά το φαινόμενο της διάθλασης του φωτός.
[λόγ. < γαλλ. dioptrique (στη νεότ. σημ.) < ελνστ. διοπτρική `τέχνη μέτρησης των αποστάσεων΄]