Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διοπτρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοπτρία η [δioptría] Ο25 : (οπτ.) μονάδα μέτρησης της ισχύος των φακών: Φακός δύο / τριών διοπτριών.

[λόγ. < γαλλ. dioptrie < dioptr(ique) = διοπτρ(ικός) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες