Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διονυσιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διονυσιακός -ή -ό [δionisiakós] Ε1 : α. που έχει σχέση με το θεό Διόνυσο: Διονυσιακή λατρεία. β. που έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου: Διονυσιακές γιορτές. Διονυσιακό πνεύμα, οργιαστικό. ANT απολλώνειο.

[λόγ. < αρχ. διονυσιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες