Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διολισθαίνω [δiolisθéno] Ρ αόρ. διολίσθησα, απαρέμφ. διολισθήσει : ακολουθώ μια καθοδική πορεία που είναι αργή και όχι αμέσως αντιληπτή, συνήθ. μτφ.: Διολισθαίνει ένα νόμισμα, όταν χάνει την αξία του έναντι των άλλων νομισμάτων, με αργό ρυθμό. Διολισθαίνει το κύρος μας στο εξωτερικό.
[λόγ. < αρχ. διολισθάνω, διολισθαίνω `ξεγλιστράω΄ σημδ. αγγλ. slip(;)]