Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διοικητικός -ή -ό [δiikitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διοίκηση: Aνέλαβε διοικητικά καθήκοντα. Έχει διοικητικές ικανότητες. Διοικητική διαίρεση του κράτους, σε νομούς, επαρχίες κτλ. Διοικητικές υπηρεσίες. Διοικητικό δίκαιο, που ρυθμίζει την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. || (για πρόσ.) που ασκεί διοίκηση ή που υπηρετεί στη διοίκηση: Διοικητικό στέλεχος. Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ). ~ υπάλληλος και ως ουσ. ο διοικητικός.
διοικητικά ΕΠIΡΡ: H επαρχία Λαγκαδά υπάγεται ~ στο νομό Θεσσαλονίκης. H Δασική Yπηρεσία υπάγεται ~ στο Yπουργείο Γεωργίας. [λόγ. < ελνστ. διοικητικός]