Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διοικητής ο [δiikitís] Ο7 : αυτός που διοικεί, που βρίσκεται επικεφαλής της διοίκησης: Είναι ~ σε τράπεζα. ~ του ΟTΕ / της ΔΕH. Πολιτικός ~ του Aγίου Όρους. || (ειδικότ., στρατ.) διοικητής στρατιωτικής μονάδας: ~ στρατιάς / σώματος στρατού / μεραρχίας / ταξιαρχίας / τάγματος / επιλαρχίας / λόχου / ίλης. Zήτησα τρεις μέρες άδεια από το διοικητή.
[λόγ. < ελνστ. διοικητής]
[Λεξικό Κριαρά]
- διοικητής ο.
-
- Που διοικεί, που διευθύνει: «καταστήσω σε διοικητήν» (Βίος Αλ. 718· Κορων., Μπούας 113)·
- (μεταφ.):
- της πίστεως διοικητής (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1030).
[μτγν. ουσ. διοικητής. Η λ. και σήμ.]