Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διογκώνω [δioŋgóno] -ομαι Ρ1 : 1. προκαλώ την αύξηση του όγκου ενός σώματος: Ένα στερεό σώμα διογκώνεται με την απορρόφηση υγρού. || πρήζω: Tο συκώτι του είναι διογκωμένο. 2. (μτφ.) α. αυξάνω πολύ ένα ήδη μεγάλο ποσοτικό μέγεθος: Ο νέος δανεισμός διόγκωσε το δημόσιο χρέος. Διογκώθηκε ο δημόσιος τομέας, αυξήθηκε ο αριθμός των εργαζομένων. Διογκωμένοι λογαριασμοί, πολύ υψηλότεροι από ό,τι ήταν συνήθως, φουσκωμένοι. β. μεγαλοποιώ κτ., το παρουσιάζω ως πιο σημαντικό ή σοβαρό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Διογκώθηκαν τα γεγονότα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πανικός.
[λόγ. < ελνστ. διογκ(ῶ) -ώνω (αρχ. διογκοῦμαι)]