Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διμορφία η [δimorfía] Ο25 : συνύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών. α. (γραμμ.) η χρήση δύο διαφορετικών τύπων για την ίδια λέξη. β. (βιολ.) διμορφισμός.
[λόγ.: α: δίμορφ(ος) -ία· β: γαλλ. dimorphie < dimorph(e) = δίμορφ(ος) -ie = -ία]