Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διμορφία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διμορφία η [δimorfía] Ο25 : συνύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών. α. (γραμμ.) η χρήση δύο διαφορετικών τύπων για την ίδια λέξη. β. (βιολ.) διμορφισμός.

[λόγ.: α: δίμορφ(ος) -ία· β: γαλλ. dimorphie < dimorph(e) = δίμορφ(ος) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες