Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διμοιρίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διμοιρίτης ο [δimirítis] Ο10 θηλ. διμοιρίτισσα [δimirítisa] Ο27 : αξιωματικός ή υπαξιωματικός που είναι επικεφαλής διμοιρίας. || (επέκτ.) για τον επικεφαλής ομάδας με ανάλογη οργάνωση: ~ τμήματος σε μαθητική παρέλαση.

[λόγ. < ελνστ. διμοιρίτης· λόγ. διμοιρίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες