Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διμηνιαίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διμηνιαίος -α -ο [δiminiéos] Ε4 : που γίνεται κάθε δύο μήνες, που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα δύο μηνών. α. που εκδίδεται κάθε δύο μήνες: Διμηνιαίο ενημερωτικό δελτίο. β. για χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε δύο μήνες: Διμηνιαία δόση.

[λόγ. διμηνί(α) -αίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες