Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διμηνιαίος -α -ο [δiminiéos] Ε4 : που γίνεται κάθε δύο μήνες, που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα δύο μηνών. α. που εκδίδεται κάθε δύο μήνες: Διμηνιαίο ενημερωτικό δελτίο. β. για χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε δύο μήνες: Διμηνιαία δόση.
[λόγ. διμηνί(α) -αίος]